- ζώσμα
- το, -ατοςζώνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζώσμα — το (AM ζῶσμα) [ζώννυμι] νεοελλ. μσν. 1. ζώνη, ζωστήρας. 2. ζώσιμο μσν. 1. ζώνη 2. η μέση 3. προστασία αρχ. το ζώμα … Dictionary of Greek
TAENIA — fascia seu vinculum est. Caecilius apud Festum. Dum taeniam, qui vulnus vinciret, petit. Et quidem τὸ τῶ μαςῶν γυναικείων ζῶσμα, uberum muliebrium cinctus, Pollux, l. 7. c. 13. sed τὸ ὰφετον τῆς κόμης συνδέουσα, vitta quâ crines ligabantur,… … Hofmann J. Lexicon universale
ζώμα — το (Α ζῶμα) ζώνη, ζωστήρας, ζωνάρι αρχ. 1. το διάζωμα γύρω από τα αιδοία που φορούσαν οι αθλητές στην πυγμαχία και οι πολεμιστές 2. ένδυμα 3. ταινία που χρησιμοποιείται στη χειρουργική, επίδεσμος, ζώστης 4. ο τρόπος που είναι ζωσμένος κάποιος, το … Dictionary of Greek
ζώνω — (AM ζώννυμι και ζωννύω, Μ και ζώνω) 1. (ενεργ. και μέσ.) περιβάλλω τη μέση με ζώνη, με ζωστήρα, περιζώνω ή αναρτώ κάτι από τη μέση με ζωστήρα (α. «έζωσε τη μέση του» β. «εζώστηκε το σπαθί του, τ άρματα του») 2. περικυκλώνω, περικλείω, πολιορκώ… … Dictionary of Greek
στέλλα — (I) ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ζῶσμα». στέλ(λ)α (II) η, Ν το γωνιόμετρο τών τεχνητών το οποίο αποτελείται από δύο κινητούς κανόνες και χρησιμοποιείται για χάραξη γωνιών, αλλ. γονάτιο ή ψευδογνώμονας … Dictionary of Greek
ταινία — (taenia solium ταινία η μονήρης). Παράσιτο του γένους των πλατυέλμινθων, της τάξης των κεστωδών, της οποίας αποτελεί τυπικό είδος. Η τ. αυτή συμπληρώνει συνήθως την τελική φάση της ανάπτυξής της παρασιτώντας στο λεπτό έντερο του ανθρώπου, όπου… … Dictionary of Greek
σελίδα — η γεν. πληθ. ίδων 1. κάθε όψη γραμμένου ή τυπωμένου φύλλου χαρτιού: Το βιβλίο αυτό έχει διακόσιες σελίδες. 2. πρόσθετο ζώσμα πάνω από την κουπαστή, πέλα. 3. μτφ., κατόρθωμα ιστορικής σημασίας: Στα βουνά της Αλβανίας οι Έλληνες έγραψαν νέες… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)